έλιγμα

έλιγμα
το (Α ἕλιγμα)
συστροφή, τύλιγμα
νεοελλ.
αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές
αρχ.
1. βραχιόλι
2. σκέπασμα
3. δέμα, πακέτο
4. βόστρυχος, μπούκλα
5. ιατρ. θλάσμα τού κρανίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἕλιγμα — fold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλιγμα — το, ατος 1. συστροφή, τύλιγμα. 2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑλίγμασι — ἕλιγμα fold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίγμασιν — ἕλιγμα fold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίγματα — ἕλιγμα fold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίγματι — ἕλιγμα fold neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίγματος — ἕλιγμα fold neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είλιγμα — εἵλιγμα, το (Α) βλ. έλιγμα …   Dictionary of Greek

  • ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՆՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0206 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 11c, 12c, 13c գ. πλοκή, σκολιότης nexus, plicatura, tortuositas ἔλιγμα volutatio, involutio. Մանելն, իլն, եւ մանեալն. ոլորք. հիւսուած. շարամանութիւն. ... *Հայեցեալ ետես երանելին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”